Untersuchung | |
environ. | ανάλυση |
forestr. | επιθεώρηση |
law | ανάκριση |
math. | έρευνα |
med. | εξέταση; έλεγχος; τεστ; ανάλυση; δοκιμασία |
pharma. environ. | δοκιμασία/ανάλυση |
D | |
life.sc. chem. | ασπαρτικό οξύ |
UND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
radioaktiv | |
med. | ραδιενεργός |
Eisen | |
med. | σίδηρος |
| |||
διερεύνηση | |||
ανάλυση (μεταλλεύματος) | |||
ανάκριση | |||
έρευνα | |||
δοκιμασία | |||
δοκιμασία/ανάλυση μεταλλεύματος | |||
κοινωνική έρευνα | |||
| |||
επιθεώρηση | |||
εξέταση; έλεγχος; τεστ; ανάλυση |
Untersuchung: 236 phrases in 30 subjects |