| |||
επίπεδο; στάθμη; βαθμός; τάξη | |||
| |||
όροφος δασοσυστάδος | |||
χρόνος επιβράδυνσης; χρόνος υστέρησης | |||
στάδιο | |||
Κατώφλι; ελάχιστο ευδιάκριτο σήμα; κατώφλιο; οριακό σήμα | |||
στάδιο φουσκώματος | |||
επίπεδος | |||
κβαντικό βήμα | |||
βαθμίδα; βραχώδες φρύδι | |||
επίπεδο αναγραφής | |||
German thesaurus | |||
| |||
die achte |
Stufe: 102 phrases in 21 subjects |