DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Streubombe f
gen. βλήμα σφαιριδιογεμούς κελύφους; σφαιριδιογεμές βλήμα; δέσμη βομβών που ρίπτονται ταυτόχρονα; βόμβες που αποτελούνται από υποπυρομαχικά