DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Schotte n f =, -n
construct. ταμπλάς καλουπιού
Schott n n -(e)s, -e
construct. χώρισμα του φράγματος; δοκοί έμφραξης; τείχος του φράγματος
transp. προστατευτικό; μπουλμπές; διαχωριστικό; εγκάρσιο διάφραγμα
transp., avia. Διάφραγμα από συρμάτινο δικτύωμα; Δομικό διάφραγμα
transp., nautic., fish.farm. διάφραγμα; μπουλμέςκν.; φρακτή
Schotte: 18 phrases in 4 subjects
Agriculture7
Economy2
Mechanic engineering2
Transport7