DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Rutschkupplung f
mech.eng. συρόμενος σύνδεσμος; ολισθαίνων σύνδεσμος; συμπλέκτης τριβής; συμπλέκτης υπερφόρτισης; περιοριστής υπερφόρτισης
transp., mech.eng. σύνδεσμος με σύμπλεξη τριβής; σύνδεσμος με σύμπλεξη ολίσθησης
Rutschkupplung: 1 phrase in 1 subject
Mechanic engineering1