Reaktor | |
environ. | αντιδραστήρας; οροθετικό ζώο; αντιδραστήρας/οροθετικό ζώο |
Brennstoff | |
econ. | καύσιμα |
energ.ind. mech.eng. | βενζίνη για κινητήρες; καύσιμο κινητήρα |
environ. | ορυκτό καύσιμο; καύσιμο |
| |||
αντιδραστήρας; οροθετικό ζώο; αντιδραστήρας/οροθετικό ζώο | |||
πυρηνικός αντιδραστήρας; πυρηνική στήλη |
Reaktor: 115 phrases in 17 subjects |