DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Präambel f f =, -n
commun. λέξη προοιμίου
insur. εισαγωγική ρήτρα
IT, tech. προοίμιο; προπορευόμενο σήμα συγχρονισμού
law εισαγωγική διάταξη