DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Planwirtschaft f f =
econ. οικονομία κεντρικού σχεδιασμού; σχεδιοποιημένη οικονομία; προγραμματισμένη οικονομία
fin. κεντροποιημένη οικονομία; σχεδιασμένη οικονομία