DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Pionier m m -s, -e
gen. μέλος συνεργείου αποκάθαρσης,σκαπανέας,πυροσβέστηςγαλ.
chem., el. πτυσσόμενο στήριγμα με μέγγενη