auf dem Gebiet | |
law | στον τομέα του/της |
D | |
life.sc. chem. | ασπαρτικό οξύ |
Umweltschutz | |
econ. | προστασία του περιβάλλοντος |
environ. | διατήρηση του περιβάλλοντος; περιβαλλοντικός έλεγχος; Περιβαλλοντική προστασία |
forestr. | διατήρηση; προστασία |
Gebiet | |
environ. | επαρχία |
Pilotprojekte: 6 phrases in 5 subjects |
Communications | 1 |
Economy | 2 |
Environment | 1 |
Finances | 1 |
Marketing | 1 |