Norm | |
commun. | αριθμός τυπογραφικού φύλλου |
environ. | μέτρο; τύπος |
med. | πρότυπο; κανόνας; νόρμα; γνώμονας |
social.sc. | κοινωνικός κανόνας |
Dien | |
nat.sc. chem. | διένιο |
problemlos | |
comp., MS | απρόσκοπτα |
Zusammenwirken | |
commun. | συνεργασία |
| |||
αριθμός τυπογραφικού φύλλου | |||
μέτρο; τύπος | |||
πρότυπο; κανόνας; νόρμα; γνώμονας | |||
κοινωνικός κανόνας | |||
πρότυποουσ.; τυποποιημένος επίθ. |
Norm: 124 phrases in 20 subjects |