Mehrheitsbeteiligung | |
econ. fin. | ελέγχουσα συμμετοχή; πλειοψηφική συμμετοχή |
A | |
med. | αμπέρ; αδενίνη; αλανίνη |
As. | |
med. | αστιγματισμός |
a | |
med. | γωνιακό άνοιγμα; α |
Bank | |
fin. | Τράπεζες-λογαριασμοί βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων; μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις-Τράπεζες |
| |||
ελέγχουσα συμμετοχή; πλειοψηφική συμμετοχή |
Mehrheitsbeteiligung: 1 phrase in 1 subject |
Finances | 1 |