Machete | |
agric. | μαχαίρι για τη διάνοιξη διόδου μέσα από πυκνή βλάστηση; Κλαδευτήρι |
Macht | |
law gen. | εξουσία |
Einheit | |
med. | μονάδα |
stat. | στοιχειώδης μονάδα |
stat. tech. | στοιχείο |
transp. | ενότητα; συγκρότημα; συσκευή |
| |||
μαχαίρι για τη διάνοιξη διόδου μέσα από πυκνή βλάστηση; Κλαδευτήριτροπικών περιοχών | |||
| |||
εξουσία | |||
ισχύς ενός ελέγχου |
Mache: 119 phrases in 28 subjects |