Luft | |
gen. | αναλογία αέρα προς καύσιμο; αναλογία αέρος / καυσίμων; ποσοστό αέρος / καυσίμων; σχέση αέρος / καυσίμων |
environ. | αέρας του περιβάλλοντος |
med. | ατμόσφαιρα; αέρας |
Luft- | |
med. | αέριος; εναέριος |
transp. avia. | αερομεταφερόμενος |
| |||
αναλογία αέρα προς καύσιμο; αναλογία αέρος / καυσίμων; ποσοστό αέρος / καυσίμων; σχέση αέρος / καυσίμων | |||
αέρας του περιβάλλοντος | |||
αέρας | |||
| |||
αερομεταφερόμενος | |||
| |||
αερίζω; εξαερίζω | |||
| |||
ατμόσφαιρα | |||
| |||
αέριος; εναέριος | |||
German thesaurus | |||
| |||
VG Luftverkehrsgesetz; VO Luftverkehrs-Ordnung |
Luft: 290 phrases in 26 subjects |