DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | noun | to phrases
Kratzer v -s, =
chem., el. κτένι απόξεσης
construct. ξύστρα
industr., construct. χαρακιά
industr., construct., chem. Xαραγιές στο τζάμι από γυαλάκια στο τραπέζι κοπής
industr., construct., met. γρατσούνισμα; χάραγμα; χάραξη
mech.eng. αποξεστήρας; ξέστρο
met. αμυχή; εκδορά; ξέγδαρμα; ξεφλούδισμα
met., el. εργαλείο καθαρισμού της σκωρίας
oil αποξέστης
Krätzer v -s, =
agric. νέο κρασί ακόμη σε ζύμωση; οίνος νέος, λευκός και δριμύς; νέο κρασί ακόμη σε ζύμωση
fish.farm. ποταμόπερκα (Perca fluviatilis)
met. ξαφριστήρι
met., el. ράβδος ανάδευσης
Krätze v =
environ., industr. εξάφρισμα
med. ψώρα
 German thesaurus
Krätze f =
austrian Widerling (Andrey Truhachev)
Kratze: 7 phrases in 4 subjects
Construction1
Earth sciences1
Environment2
Industry3