DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Kippen v
earth.sc., mech.eng. εγκάρσια δόνηση; εγκάρσια ταλάντωση
el. αποφραγή
mater.sc., met. πλευρικός στρεπτικός λυγισμός
transp. ανατροπή; σημαντική απόκλιση γυροσκοπίου από την κάθετο
Kipper v
construct. ανατρεπόμενο
met. ανυψωτικός βραχίονας; περιστροφέας; ζυγιστής
transp. όχημα με ανατρεπόμενο κάδο; όχημα με ανατρεπόμενους κάδους; ανατρεπόμενη ρυμούλκα
transp., construct. ανατρεπόμενον
Kippe v
coal. επίχωμα υπερκειμένων
environ., coal. σωρός απορριμμάτων
environ., met. λάκκος σκουριάς
kippen v
transp., avia. παίρνω τούμπα
kippen adj.
forestr. κλίση
Kippen: 15 phrases in 7 subjects
Agriculture2
Electronics2
Industry1
Mechanic engineering1
Medical2
Metallurgy1
Transport6