Gleitschutzkette | |
transp. | αντιολισθητική αλυσίδα |
FuE | |
stat. | έρευνα και ανάπτυξη; Ε&Α |
Kraftfahrzeug | |
econ. | όχημα με κινητήρα |
environ. | αυτοκίνητο όχημα; αυτοκίνητο όχημα/όχημα με κινητήρα |
| |||
αντιολισθητικές αλυσίδες | |||
| |||
αντιολισθητική αλυσίδα |
Gleitschutzkette: 1 phrase in 1 subject |
Industry | 1 |