Gleitbahn | |
agric. | διάδρομος ελκύθρου |
fish.farm. | υποστάτης |
mech.eng. | ολοσθόδρομος; κυλισιοδηγός; οδηγόδρομος; ολισθητήρας; ολισθοδηγός |
Schubkurbelgetriebe | |
mech.eng. | μηχανισμός στροφάλου; μηχανισμός διωστήρα; μηχανισμός μανιβέλας |
| |||
διάδρομος ελκύθρου | |||
υποστάτης | |||
ολοσθόδρομος; κυλισιοδηγός; οδηγόδρομος; ολισθητήρας; ολισθοδηγός | |||
πέδιλο ολίσθησης |
Gleitbahn: 2 phrases in 1 subject |
Mechanic engineering | 2 |