DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Gashebel m -s, =
forestr. μοχλός γκαζιού (επιτάχυνσης)
mech.eng. χειρολαβή ώσης; μοχλός χειρισμού πεταλούδας στραγγαλισμού; χειρόγκαζο; μοχλός χειρόγκαζου
transp., mech.eng. κινηματισμός ελέγχου ισχύος; μανέτα; μανέτα κινητήρα; μοχλός ισχύος; μοχλός ρεγουλατόρου; μοχλός ρυθμιστή; χειρολαβή ισχύος; επιταχυντής