Uberwachung | |
tech. mech.eng. | επιτήρηση; παρακολούθηση |
Überwachung | |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση; συνεχής παρατήρηση,συνεχής επαγρύπνιση,συνεχής παρακολούθηση |
environ. | επιτήρηση; επαγρύπνηση; έρευνα; εξέταση; επιθεώρηση; μελέτη |
D | |
life.sc. chem. | ασπαρτικό οξύ |
antimikrobielles Mittel | |
health. chem. | αντιμικροβιακό φάρμακο |
Europäische: 1453 phrases in 69 subjects |