DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Einlegeteil n
met., mech.eng. επιπρόσθετο τμήμα μπουκαδούρας; επιπρόσθετο εξάρτημα μπουκαδούρας; επιπρόσθετο τεμάχιο τροφοδοσίας