Durchbrennen | |
el. | κάψιμο κινητήρα; κάψιμο; καταστροφική υπερθέρμανση |
nucl.pow. | τοπική έκκαυση του στοιχείου του πυρηνικού καυσίμου |
Erleichterung | |
med. | ανακούφιση; απάλυνση; καταπράυνση; διευκόλυνση; προαγωγή; προώθηση |
D | |
life.sc. chem. | ασπαρτικό οξύ |
Holzschlag | |
agric. | δασική εκμετάλλευση |
| |||
κάψιμο κινητήρα; κάψιμο; καταστροφική υπερθέρμανση | |||
τοπική έκκαυση του στοιχείου του πυρηνικού καυσίμου | |||
| |||
υπερεπιταχύνομαι |
Durchbrennen: 3 phrases in 2 subjects |
Environment | 2 |
Natural sciences | 1 |