DictionaryForumContacts

   German Greek
Google | Forvo | +

to phrases
Duplex n
commun. διπλή ταυτόχρονη επικοινωνία duplex; διπλή ταυτόχρονη λειτουργία; αμφίδρομη επικοινωνία; αμφίδρομη σύνδεση; ταυτόχρονη επικοινωνία
el. αμφίπλευρη ταυτόχρονη μεταβίβαση; διπλή ταυτόχρονη μεταβίβαση; μεταβίβαση διπλής κατευθύνσεως; αμφίδρομος; αμφίπλευρος; διπλής κατευθύνσεως; διπλοκατευθυντικός
industr., construct. ύφασμα ντούπλεξ
mech.eng., construct. ανελκυστήρας duplex; ομάδα δύο ανελκυστήρων
duplex n
health. διπλός
Duplex- n
commun. αμφίδρομος
Duplex: 31 phrases in 11 subjects
Chemistry1
Communications7
Cultural studies1
Earth sciences1
Electronics2
Information technology3
Life sciences1
Mechanic engineering5
Medical5
Metallurgy1
Statistics4