DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Drift f f =, -en
el. μεταβολή
IT, tech. Διολίσθηση
med. μετατόπιση
Drift v
agric. είμαι έρμαιο; εκπίπτω; μετατοπίζομαι; παρασύρομαι
el. ολίσθηση; ολίσθηση σωματιδίου; ολίσθηση αστάθεια
med. απόκλιση; παρέκκλιση
transp. εκτροπή
transp., nautic. απόκλιση λόγω ανέμου
Driften v
transp. συμφόρηση ροής
Drifter v
fish.farm. ντρίφτερ
Drift: 21 phrases in 5 subjects
Earth sciences6
Electronics4
Environment1
Health care1
Medical9