Drehgestell | |
gen. | περιστρεφόμενο ικρίωμα; περιστρεφόμενο πλαίσιο; περιστρεφόμενο υπόβαθρο; φορείο; φορείο βάσεων |
forestr. | τροχοφορείο |
Flach | |
life.sc. | πλάτωμα |
Flachs | |
econ. | λίνο |
Fläche | |
environ. | περιοχή εξαπλώσεως |
Wagen | |
industr. construct. | φορείο |
Achse | |
comp., MS | άξονας |
| |||
περιστρεφόμενο ικρίωμα; περιστρεφόμενο πλαίσιο; περιστρεφόμενο υπόβαθρο; φορείο; φορείο βάσεων | |||
τροχοφορείο | |||
περιστρεφόμενη κλίνη |
Drehgestell: 36 phrases in 1 subject |
Transport | 36 |