Delegation | |
gen. | αντιπροσωπεία; εξωτερική αντιπροσωπεία; Αντιπροσωπεία |
environ. | εξουσιοδότηση/μεταβίβαση αρμοδιοτήτων |
D | |
life.sc. chem. | ασπαρτικό οξύ |
Ausschuss für parlamentarische Kooperation | |
gen. | κοινοβουλευτική επιτροπή συνεργασίας |
Kasachstan | |
econ. | Καζαχστάν |
Kirgistan | |
gen. | Κιργισία |
UND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
| |||
αντιπροσωπεία; εξωτερική αντιπροσωπεία | |||
εξουσιοδότηση/μεταβίβαση εκχώρηση αρμοδιοτήτων | |||
ανάθεση | |||
| |||
Αντιπροσωπεία διαβούλευση με το Συμβούλιο |
Delegation in den Ausschüssen für parlamentarische Kooperation EU -Kasachstan, EU-Kirgistan und EU: 1 phrase in 1 subject |
Politics | 1 |