Chef | |
law lab.law. | αρχηγός; διαχειριστής; διευθυντής; επιστάτης; επόπτης; μάνατζερ |
D | |
life.sc. chem. | ασπαρτικό οξύ |
| |||
αρχηγός; διαχειριστής; διευθυντής; επιστάτης; επόπτης; μάνατζερ; προϊστάμενος |
Chef: 18 phrases in 6 subjects |
Communications | 1 |
Finances | 1 |
General | 5 |
Information technology | 1 |
Labor law | 6 |
Transport | 4 |