DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Blockierung f f =
agric. περιορισμός
commun., IT υπέρβαση μήκους πακέτου; υπέρβαση χρόνου
el. σύστημα ακινητοποίησης; φραγή; ασφάλιση; διάταξη ασφάλισης; διάταξη για το κλείδωμα; διάταξη κλειδιών; διάταξη σφράγισης
mech.eng. διάταξη αλληλασφάλισης
met., mech.eng. μανδάλωμα; μπλοκάρισμα
nat.sc., industr. εμπλοκή
stat., commun., scient. συμφόρηση
transp., mech.eng. ακινητοποίηση; αναστολή; παύση λειτουργίας
Blockierung adj.
med. απόφραξη; φράξιμο; κλείσιμο; στένωση; βούλωμα; παρεμπόδιση; παρακώλυση
Blockierung: 11 phrases in 6 subjects
Communications3
Economy1
Electronics2
Information technology3
Labor law1
Transport1