| |||
σε συνθήκες λειτουργίας; σε συνθήκες μέτρησης | |||
| |||
δασική περιοχή | |||
απασχόληση | |||
λειτουργία | |||
εργοστάσιο; συνεργείο | |||
επιχείρηση | |||
θέση λειτουργίας | |||
επιβατική κίνηση; όγκος επιβατικής κίνησης | |||
| |||
επιχειρήσεις | |||
German thesaurus | |||
| |||
Bewegung | |||
| |||
Point-To-Point-Betrieb |
Betrieb: 432 phrases in 38 subjects |