DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Behelfswohnung f f =, -en
construct. έκτακτη στέγαση; κατοικία έκτακτης ανάγκης; προσωρινή κατοικία
demogr. στέγαση σε περίπτωση ανάγκης