FUR | |
med. | φθοροουριδίνη |
Schadstoff | |
environ. | ρύποι; ρυπογόνες ουσίες; ρύποι/ρυπογόνες ουσίες; ρυπαίνουσα ουσία; βλαβερή ουσία |
health. | παθογενής παράγοντας; παράγοντας βλάβης της υγείας |
health. environ. chem. | βλαβερές ουσίες |
med. | ρύπος |
Bearbeitungssystem: 3 phrases in 1 subject |
Environment | 3 |