DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Arbeitszeiten f
comp., MS ώρες εργασίας
Arbeitszeit f f =
comp., MS Χρόνος εργασίας
econ. διάρκεια της εργασίας
el. διάρκεια λειτουργίας; χρονικό διάστημα λειτουργίας; χρόνος λειτουργίας
environ. εργάσιμη ώρα; ώρα εργασίας (γραφείου); εργάσιμη ώρα/ώρα εργασίας γραφείου
IT, dat.proc. εργάσιμες ώρες
lab.law. ωράριο εργασίας; ώρες εργασίας; χρόνος εργασίας; διαχείριση του χρόνου εργασίας; διάρκεια εργασίας
law, lab.law. ωράριο
Arbeitszeiten: 38 phrases in 11 subjects
Construction1
Economy3
Education1
General1
Government, administration and public services1
Health care1
Labor law15
Law6
Social science5
Statistics3
Transport1