| |||
ραδιοφωνία διαμόρφωσης πλάτους | |||
διαμόρφωση εύρους; διαμόρφωση πλάτους | |||
διαμόρφωση κατά πλάτος; διαμόρφωση πλάτους | |||
German thesaurus | |||
| |||
AM (AM) | |||
AM |
Amplitudenmodulation: 14 phrases in 4 subjects |
Communications | 3 |
Earth sciences | 1 |
Electronics | 7 |
Information technology | 3 |