Abblaseventil | |
met. | ανακουφιστική βαλβίδα; βαλβίδα εκροής; βαλβίδα κατάθλιψης |
"Ins" | |
fin. | συμμετέχουσες χώρες; χώρες συμμετέχουσες εξ αρχής στη ζώνη ευρώ |
frei | |
commun. el. | ελεύθερος |
| |||
ανακουφιστική βαλβίδα; βαλβίδα εκροής; βαλβίδα κατάθλιψης |
Abblaseventil: 2 phrases in 1 subject |
Mechanic engineering | 2 |