DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
Google | Forvo | +

rappórt [-pårt´] n ~en ~er
gen. συμβουλευτικό έγγραφο
comp., MS Αναφορά των υπηρεσιών αναφοράς; Αναφορά χρήσης αποθηκευτικού χώρου; αναφορά
econ. έκθεση
market. απολογισμός
tech., industr., construct. ραπόρτο ύφανσης; λόγος ύφανσης
Rappórt [-pårt´] n
comp., MS Τμήμα Web της αναφοράς