DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
korttidsström form.
el. ονομαστικό ρεύμα μικρής διάρκειας; επιτρεπόμενο βραχυχρόνιο ρεύμα; οριακό βραχυχρόνιο ρεύμα