kontroll | |
gen. | επιθεώρηση/εξέταση/αυτοψία/έλεγχος/εποπτεία; συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
environ. | εποπτεία; παρακολούθηση; επαγρύπνηση |
IT dat.proc. | δοκιμή του προγραμματισμού |
law | διαδικασία ελέγχου με κτύπημα κάρτας |
mech.eng. el. | δοκιμές απόδοσης; δοκιμές επίδοσης |
fytosanitär: 3 phrases in 2 subjects |
Customs | 1 |
Health care | 2 |