Neaktīvs | |
comp., MS | Ανενεργός |
aktīvi | |
account. | στοιχεία του ενεργητικού/περιουσιακά στοιχεία |
aktīvs | |
comp., MS | ενεργός |
proced.law. econ. fin. | περιουσιακό στοιχείο; στοιχείο ενεργητικού; στοιχείο του ενεργητικού |
neapgrozāmie: 4 phrases in 1 subject |
Economy | 4 |