likvīdi | |
econ. fin. | ρευστά περιουσιακά στοιχεία |
Neaktīvs | |
comp., MS | Ανενεργός |
aktīvi | |
account. | στοιχεία του ενεργητικού/περιουσιακά στοιχεία |
aktīvs | |
comp., MS | ενεργός |
proced.law. econ. fin. | περιουσιακό στοιχείο; στοιχείο ενεργητικού; στοιχείο του ενεργητικού |
| |||
ρευστά περιουσιακά στοιχεία |
likvīdie: 1 phrase in 1 subject |
Economy | 1 |