DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
werksaldo in buitenlandse valuta's
gen. τρέχον ταμειακό υπόλοιπο σε συνάλλαγμα
law, fin. τρέχον ταμειακό διαθέσιμο σε συνάλλαγμα; τρέχον ταμειακό υπόλοιπα σε συνάλλαγμα