DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
uitzendovereenkomst adj.
empl. σύμβαση προσωρινής απασχόλησης μέσω γραφείου ευρέσεως εργασίας
law, social.sc., empl. σύμβαση προσωρινής απασχόλησης