![]() |
uitkering | |
busin. labor.org. account. | διανομή; διανέμομαι |
fin. | δικαίωμα επιδόματος |
insur. | παροχή; παροχή εις χρήμα |
insur. social.sc. sociol. | χρηματική παροχή; παροχή εις είδος; παροχές σε χρήμα |
social.sc. | παροχή σε χρήματα; επίδομα |
voor | |
agric. | αυλάκι |
| |||
διανομή; διανέμομαι | |||
δικαίωμα επιδόματος | |||
παροχή; παροχή εις χρήμα | |||
χρηματική παροχή; παροχή εις είδος; παροχές σε χρήμα; χρηματική αποζημίωση | |||
παροχή σε χρήματα; επίδομα | |||
| |||
απαιτήσεις ασφάλειες εκτός των ασφαλειών ζωή | |||
| |||
επιδόματα |
uitkering: 267 phrases in 16 subjects |