![]() |
| |||
πολυβινυλοπυρρολιδόνη; πολυβινυλοπολυπυρρολιδόνη; αδιάλυτη πολυβινυλοπυρρολιδόνη; διαλυτή πολυβινυλοπυρρολιδόνη; ποβιδόνη; πολυ-1-(2-οξο-1-πυρρολιδινυλ)-αιθυλένιο; πολυβιδόνη με σταυροειδείς δεσμούς | |||
| |||
πολυγλυκερολικός ψευδάργυρος |
poly: 9 phrases in 4 subjects |
Chemistry | 6 |
Medical | 1 |
Statistics | 1 |
Work flow | 1 |