![]() |
ondergronds | |
transp. construct. | υπόγειος |
verbranding | |
agric. | καύσις χόρτων στον αγρό |
energ.ind. | καύση εν γένει |
environ. | αποτέφρωση; καύση |
health. | έγκαυμα στο δέρμα |
med. | πληγή εγκαύματος |
| |||
υπόγειος σιδηρόδρομος; μετρό; μητροπολιτικός σιδηρόδρομος | |||
| |||
υπόγειος |
ondergrondse: 131 phrases in 24 subjects |