DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
keuringsinstantie n
law, tech. οργανισμός ελέγχου
mech.eng., construct. επιβλέπωντης ελεγκτικής υπηρεσίας
tech. υπηρεσία δοκιμών συμμόρφωσης
transp. αρχή αρμόδια για την έγκρισητύπου