DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
afdekking adj.
construct. επικάλυψη στέγης; επιστέγασμα στέγης; στρώση επιχρίσματος
econ., fin. χρηματιστηριακή κάλυψη; αντιστάθμιση κινδύνων
environ. επικάλυψη/επένδυση/κάλυμμα/κάλυψη/επίστρωση
industr., construct. επικάλυψη με λεπτό φύλλο καπλαμά με αντίθετη κατεύθυνση ινών
mater.sc. κάλυψη εμπορευμάτων; κάλυψη φορτηγού
afdekking actie adj.
environ. επικάλυψη; επένδυση; επίστρωση; κάλυμμα; κάλυψη; επικάλυψη/επένδυση/κάλυμμα/κάλυψη/επίστρωση
afdekking: 5 phrases in 4 subjects
Economy1
Electronics2
Finances1
Mechanic engineering1