Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Danish
English
French
German
Greek
Italian
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
aanvoerkosten
adj.
econ., commer., polit.
έξοδα διοχέτευσης ή δαπάνες διοχέτευσης
στην αγορά ή στη χώρα προορισμού
2. έξοδα μεταφοράς 3. έξοδα προσεγγίσεως
μέχρι τις χώρες προορισμού
4. έξοδα τοποθετήσεως
των προϊόντων στη διεθνή αγορά
5. έξοδα αποστολής
Add
|
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips