DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
aanvoerkosten adj.
econ., commer., polit. έξοδα διοχέτευσης ή δαπάνες διοχέτευσης στην αγορά ή στη χώρα προορισμού 2. έξοδα μεταφοράς 3. έξοδα προσεγγίσεως μέχρι τις χώρες προορισμού 4. έξοδα τοποθετήσεως των προϊόντων στη διεθνή αγορά 5. έξοδα αποστολής