![]() |
overeenkomst | |
comp., MS | κατάλληλος |
econ. | συμφωνία |
environ. | σύμβαση; συμβόλαιο; συμφωνητικό; συνέδριο; συμφωνία |
law | συμφωνία; συναίνεση; συμβόλαιον |
demonteren | |
mater.sc. construct. | αποσυναρμολογώ |
handel | |
environ. | εμπόριο |
"in" | |
fin. | συμμετέχουσα χώρα |
burgerluchtvaartuig | |
transp. avia. | αεροσκάφος της πολιτικής αεροπορίας ; πολιτικό αεροσκάφος |
| |||
Σύμβαση | |||
κατάλληλος | |||
σύμβαση; συμβόλαιο; συμφωνητικό; συνέδριο; σύμβαση/συνέδριο | |||
συμφωνία; συναίνεση; συμβόλαιον; ρητή δέσμευση | |||
σύμβασις | |||
| |||
συμφωνία διοικητικής φύσεως | |||
| |||
συμφωνία (ΕE) | |||
| |||
συμφωνία | |||
| |||
σύμβαση |
Overeenkomst: 1333 phrases in 57 subjects |