vordering | |
account. | χρέος; απαίτησις; οφειλή |
coal. el. | προώθηση ανά κύκλο ανατίναξης |
fin. | χρεωστικός λογαριασμός; απαίτηση; εισπρακτέο χρέος |
law commer. | αξίωση |
vorderingen | |
busin. labor.org. account. | απαίτηση; απαιτήσεις |
environ. | γραμμή προόδου |
opbrengen | |
chem. met. | επαλείφω |
houden | |
commun. | συγκράτηση |
een: 40935 phrases in 90 subjects |