roaming | |
commun. | περιαγωγή; περιάγω; περιαγωγή' δυνατότητα περιαγωγής |
akkoord | |
law | δικαστικός διακανονισμός; νομικός διακανονισμός; νομικός συμβιβασμός; συμφωνία; συναίνεση |
| |||
περιαγωγή; περιάγω; περιαγωγή' δυνατότητα περιαγωγής |
roaming: 16 phrases in 2 subjects |
Communications | 14 |
Microsoft | 2 |